αἱμορροεῖ

αἱμορροεῖ
αἱμορροέω
to lose blood
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
αἱμορροέω
to lose blood
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιματόρροος — αἱματόρροος, ον (κ. ρρους, ουν) (Α) 1. αυτός που αιμορροεί, βγάζει αίμα 2. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ροος < ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”